- Λαίδας
- Λαίςfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαίδας — λᾱίδας , ληίς booty fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενοτάφιο — Συμβολικός τάφος που δεν περιέχει νεκρό· μνημείο που ανεγείρεται σε ανάμνηση εξαφανισμένου. Η ανέγερση κ. αποτελούσε τελετουργική συνήθεια πολλών λαών της αρχαιότητας και βασιζόταν στην πεποίθηση ότι οι ψυχές των άταφων νεκρών δεν μπορούσαν να… … Dictionary of Greek
κράνειον — Ονομασία ανατολικού προαστίου της Κορίνθου κατά την αρχαιότητα. Παρότι η ακριβής τοποθεσία του δεν είναι γνωστή, είναι βέβαιο ότι τα σπίτια του ήταν χτισμένα κάτω από τον δρόμο που οδηγούσε από την Κόρινθο στο επίνειο των Κεγχρεών. Το Κ. ήταν η… … Dictionary of Greek
λαιδρός — λαιδρός, ά, όν (Α) θρασύς, αναιδής, αναίσχυντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εκφραστική λ., όπως δηλώνει το αι τού θ. (πρβλ. λαιός, σκαιός) και το επίθημα ρός (πρβλ. αισχρός, φαιδρός). Η λ. συνδέεται πιθ. με μεσσαπικά ιλλυρικά ανθρωπωνύμια Ledrus,… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Τιμάνδρα — Όνομα ενός μυθολογικού και ενός ιστορικού προσώπου. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Τυνδάρεω και της Λήδας, σύζυγος του βασιλιά της Αρκαδίας Έχεμου, μητέρα του Εύανδρου που μετανάστευσε στην Ιταλία. 2. Ερωμένη πιστή του Αλκιβιάδη από τα Ύκκαρα… … Dictionary of Greek